σκουραίνω

σκουραίνω
(αόρ. (ε)σκούρανα) 1. μετ. придавать темноватую окраску (чему-л.);
2. αμετ. становиться темноватым, тёмным, темнеть; § σκούραναν τα πράγματα положение ухудшилось

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σκουραίνω" в других словарях:

  • σκουραίνω — σκουραίνω, σκούρυνα βλ. πίν. 47 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκουραίνω — Ν [σκούρος] 1. κάνω κάτι σκούρο, τού δίνω σκούρο χρώμα 2. γίνομαι σκούρος, σκοτεινόχρωμος, μαυρειδερός (α. «το ασήμι σκουραίνει σιγά σιγά» β. «ο ουρανός άρχισε να σκουραίνει») 3. μτφ. εξελίσσομαι άσχημα, πάω προς το χειρότερο, επιδεινώνομαι… …   Dictionary of Greek

  • σκουραίνω — σκούρυνα 1. αμτβ., γίνομαι σκούρος: Όσο μεγαλώνει, σκουραίνουν τα μάτια του. 2. μτβ., κάνω κάτι σκούρο. 3. μτφ., «Σκουραίνουν τα πράγματα», χειροτερεύει η κατάσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποπερκάζω — Α (για σταφύλι που αρχίζει να ωριμάζει) παίρνω ελαφρώς μαύρο χρώμα, αρχίζω να σκουραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + περκάζω «μαυρίζω, σκουραίνω»] …   Dictionary of Greek

  • ξανθύνομαι — (Α) [ξανθός] είμαι ή γίνομαι ξανθός, σκουραίνω …   Dictionary of Greek

  • ορφνώνω — και ορφνώ, όω [ορφνός] 1. βάφω κάτι σκούρο, σκουραίνω 2. επιχρίω μεταλλική επιφάνεια με ορειχάλκινη σκόνη, ώστε να χάσει τη στιλπνοτητά της …   Dictionary of Greek

  • υπερπερκάζω — Μ (για σταφύλια) παίρνω το μαύρο χρώμα τών ώριμων καρπών σε βαθμό μεγαλύτερο από το κανονικό, υπερωριμάζω, παραγίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + περκάζω «(για σταφύλια) παίρνω μαύρο χρώμα, σκουραίνω»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»